Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Αλέξανδρος αυτοανακηρύχθηκε θεός. Αυτή η άποψη είναι λανθασμένη. Μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι δέχτηκε την αναγόρευση του, αλλά δεν αυτοανακηρύχθηκε.

Ο Αλέξανδρος ήξερε τότε αυτό που διατύπωσε ο Γάλλος ιστορικός. Ότι δηλαδή οι λαοί για να νιώσουν δυνατοί θεοποιούν τους ηγέτες τους. Οι δε ηγέτες για να εδραιώσουν τις κυριαρχίες τους κρίνουν σκόπιμη και συμφέρουσα τη θεοποίησή τους.

Αλλά επειδή φανταζόταν τις αντιδράσεις που θα συναντούσε η θεοκατάταξή του στην Ελλάδα όπως ανέφερα πιο πάνω, σκέφτηκε να ξεκινήσει από την Αίγυπτο και να την εφαρμόσει στη συνέχεια σταδιακά πρώτα σε μέρη όπου υπήρχε ήδη παράδοση θεοποίησης των ηγεμόνων, όπως στα ανατολικά Κράτη και μετά στην Ελλάδα.

Δυστυχώς οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τα πλεονεκτήματα αυτής της ιδιότητας και κυρίως τα οφέλη που θα προέκυπταν για τη χώρα και τον λαό. Προτίμησαν να εισαγάγουν έναν ξένο και ιστορικά άγνωστο Εβραίο ως θεό και να υποτιμήσουν συγχρόνως τον δικό τους πρόγονο, ο οποίος έγραψε την μοναδική ιστορία στον κόσμο και κατόρθωσε να χαράξει νέες κοινωνικές γραμμές για την τότε γνωστή ανθρωπότητα.

Έτσι έθαψαν το μεγαλείο που περίμενε την Ελλάδα και την οδήγησαν στην δουλεία και την καταφρόνια σύμφωνα με το σχέδιο που είχαν προγραμματίσει οι προαιώνιοι εχθροί του ελληνισμού και οι οποίοι φρόντισαν και για την διακοπή του έργου του Αλεξάνδρου κόβοντας το νήμα της δημιουργικής ζωής του.

Αντίθετα οι λαοί της Περσίας καταλαβαίνουν τον Αλέξανδρο με την δική τους ψυχή και τον εκφράζουν με τη δική τους γλώσσα. Τον παραλαμβάνουν διά της αραβικής παραδόσεως με μία μυστηριώδη αλληλουχία, ίσως και πάλι μοναδικών εις τα χρονικά όλων των λαών και έτσι κάνουν τον θρύλο Αλέξανδρο δικό τους. Του δίνουν ποιητικά χαρίσματα της δικής τους φυλής. Τον αναγορεύουν σε ουράνιο ήρωα, σε θεό ο οποίος πρωτοστατεί σε καθετί το αγαθόν, το ευγενές και το ωραίο.

Ο Αλέξανδρος δεν είχε προκαταλήψεις όπως πολλοί άλλοι Έλληνες και δεν δυσκολεύτηκε να εντάξει τα σύμβολα και τους θεούς της Αιγύπτου στη δική του πίστη, λέγοντας στους αξιωματικούς του πως όλοι οι θεοί μιλούν την ίδια γλώσσα.

Εμείς οι σημερινοί Έλληνες αγνοούμε ότι ο Αλέξανδρος αναγορεύτηκε θεός του από το Μαντείο του Άμμωνα στην Λιβύη όπως αγνοούμε και την θεοκατάταξή του στο ελληνικό Πάνθεο, που έγινε επίσημα στην Αθήνα από τους δικούς μας προγόνους.

Ο Αλέξανδρος ήταν κυριευμένος από την επιθυμία να επισκεφθεί το Μαντείο του ΆμμωναΔία και να πάρει ένα χρησμό που θα τον κρατούσε μυστικό μέχρι το θάνατό του.

Μετά από τόσες υπερφυσικές επεμβάσεις στη ζωή του Αλεξάνδρου,  γιατί να μην πίστευε ότι η απώτερη καταγωγή του έφθανε και μέχρι τον Δία, αφού από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τον Ηρακλή και ο Ηρακλής είχε γεννηθεί από την Αλκμήνη και τον Δία;

Θα μπορούσε λοιπόν όπως ο Ηρακλής δεν ήταν γιος του Αμφιτρύωνα αλλά γιος του Δία, να  μην είναι και ο Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου αλλά γιος του Δία.

Η κρίσιμη στιγμή για την υλοποίηση αυτής της επιθυμίας έφθασε, όταν ο Αλέξανδρος την άνοιξη του 332 π.Χ. αποφάσισε να πορευθεί προς τα βάθη της Λιβυϊκής ερήμου, για να φθάσει στην όαση Σίβα όπου βρισκόταν  το Μαντείο του Άμμωνος.

Έτσι ο Αλέξανδρος αφού διέσχισε τη Φοινίκη, τελείωσε την πολιορκία της Τύρου που συνοδεύτηκε με την κακή μοίρα των κατοίκων και τον θάνατο του κυβερνήτη της Γάζας του Βάτιδος, περνάει μέσα από την έρημο και φθάνει στην όαση της Σίβας, όπου το Μαντείο του Άμμωνα-Δία τον ανακηρύσσει Θεό ως γιο του Ήλιου ή του Άμμωνα Δία. Το Μαντείο βρισκόταν  πάνω στο λόφο Αχούρμι στο κέντρο της Όασης.  Έτσι πάνω σε ένα όγκο από βράχια ξεπρόβαλλε μέσα από τα δάση με τους φοίνικες.

Ο Αρριανός λέει ότι αποφάσισε να συμβουλευτεί το εν λόγω Μαντείο, όχι μόνο επειδή το είχαν συμβουλευτεί οι πρόγονοί του, ο Ηρακλής και ο Περσέας σύμφωνα με την παράδοση αλλά επειδή ήθελε να μάθει πιο θετικά εάν ο ίδιος καταγόταν από τον Άμμωνα «ή να πει ότι το έμαθε».

Χαρακτηριστικές είναι οι τελευταίες λέξεις του Αρριανού «ή φύσων γε εγνωκέναι».

Όταν έφθασαν στο Μαντείο ο Αλέξανδρος πήγε κατευθείαν στο ιερό και τότε ο «προφήτης» που ήταν κορυφαίος των ιερέων, τον χαιρέτησε  εξ ονόματος του θεού Άμμωνα «ως από πατρός».

Και ο Αλέξανδρος έσπευσε να θέσει το ερώτημα, εάν από τους  δολοφόνους του πατέρα του διέφυγε κάποιος τη ματιά του θεού. Τότε ο προφήτης του τόνισε ότι ο πατέρας του δεν είναι θνητός. Ο Αλέξανδρος επέμεινε ρωτώντας εάν τιμωρήθηκαν όλοι οι δολοφόνοι του Φιλίππου. (Πλούταρχος). Ο Αλέξανδρος ήθελε κατά κάποιον τρόπο να αντιδράσει με μια πολύ ευγενική υπεκφυγή στον χαιρετισμό του προφήτη που τον αναγόρευε θεό.

Όταν ο Αλέξανδρος βγήκε από το ναό του Άμμωνα-Δία, ήταν πολύ παράξενος και απροσπέλαστος. Η έκφρασή του είχε κάτι ανεξήγητο που τον κρατούσε σιωπηλό και ερωτηματικό. Ο Ηφαιστίων τον ρωτούσε χωρίς διακοπή, τι του είπαν οι ιερείς. Ο Αλέξανδρος δεν απαντούσε. Το μόνο που τους είπε ήταν, πως είχε ορκισθεί να αποκρύψει την θεϊκή βούληση. Το μυστικό αυτό ήταν επτασφράγιστο, σταθερά αμπαρωμένο στα βάθη της ψυχής του. Αυτό το μυστικό δεν αποκαλύφθηκε ποτέ σε κανένα.

Ο Πλούταρχος ισχυρίζεται, ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε κυριευθεί από την ιδέα της «θειότητας» για το πρόσωπό του.

Κάποτε μάλιστα από ένα τραύμα του Αλεξάνδρου έτρεχε αίμα και ο ίδιος είπε, ότι αυτό που έτρεχε δεν ήταν Ιχώρ δηλαδή «ἄμβροτον αίμα» όπως γράφει η Ιλιάς Ε 339 – 340 που τρέχει από τις φλέβες των θεών αλλά αίμα θνητού. Αυτό το αναφέρει ο Αριστόβουλος Αριστοβούλου, ο οποίος είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Αλέξανδρο ως μέλος της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής ομάδας τεχνιτών.

Την ίδια διαπίστωση κάνουν ο Πλούταρχος, ο Κούρτιος Ρούφος, ο Σενέκας και ο Αθηναίος.

Σε  μια άλλη περίπτωση κατά τον Πλούταρχο, όταν ακούστηκε ένας φοβερός κεραυνός και όλοι τρόμαξαν, ο φιλόσοφος Αναξαγόρας από τα Άβδηρα που συνόδευε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία τον ρώτησε εάν και αυτός ως γιος του Δία θα μπορούσε να εξαπολύσει ένα τέτοιο κεραυνό και ο Αλέξανδρος του απάντησε γελώντας. «δεν θέλω να τρομάξω τους φίλους μου».

Ο λαός της Αιγύπτου χαιρέτησε τον Αλέξανδρο ως απελευθερωτή από τους Πέρσες, οι οποίοι είχαν φερθεί πολύ βάρβαρα ατιμάζοντας και τα ίδια τα ιερά των Αιγυπτίων. Είχαν σκοτώσει τον ιερό ταύρο Άπι και είχαν αδιαφορήσει για όλα τα ιερά ήθη και έθιμα του τόπου.

Ο Αλέξανδρος που στέφτηκε Φαραώ στο ναό του θεού Φθα, έβλεπε την Αίγυπτο με σεβασμό και δέος, αφού οι Έλληνες πίστευαν πως εκεί έπρεπε να ζούσαν Έλληνες σοφοί και άλλοι άνθρωποι από τους οποίους μετά τον μεγάλο κατακλυσμό του Δευκαλίωνα οι εναπομείναντες Έλληνες είχαν διδαχθεί να χτίζουν, να ζωγραφίζουν, να φιλοσοφούν, να ασχολούνται με την ποίηση, να ανακαλύπτουν και να εμπορεύονται όπως πριν τον κατακλυσμό οι πρόγονοί τους.

Ο εν συνεχεία ζωγραφικός πίνακας εικονίζει την τελετή, κατά την οποία ο Αλέξανδρος αναγορεύεται θεός από το επίσημο ιερατείο του Άμμωνα Δία, το οποίον ήταν εφάμιλλο του Μαντείου των Δελφών.

Στην Σίβα υπάρχει ένας θρύλος της Χαμίσα, μίας όμορφης ιέρειας και πριγκίπισσας, που ήταν πιστή φίλη του Αλεξάνδρου και περίμενε την επιστροφή του αγαπημένου της. Ανέβαινε με το άσπρο άλογο στην κορυφή του λόφου και από εκεί χαιρετούσε τον φωτεινό ήλιο καθώς έλουζε το λαμπρό ιερό που βρισκόταν εκεί εις μνήμην του Αλεξάνδρου.

Εκεί καθόταν και ανέμενε την επιστροφή του, παρότι ήταν βέβαιη ότι και από τον κάτω κόσμο συνέχιζε να κυβερνά το αχανές γήινο βασίλειό του.

Πολλές φορές ψιθυρίζοντας, σκεφτόταν ότι ο Αλέξανδρος έφυγε τιμημένος και θεοποιημένος, για να επιστρέψει πάλι όταν φτάσει ο κατάλληλος χρόνος και  κρίνει σκόπιμο ο πατέρας του, ο Άμμωνας Δίας.

Πολλοί από τους εκεί κατοίκους πιστεύουν ότι η Χαμίσα βγαίνει τη νύχτα με το άλογο της και καλεί τον Αλέξανδρο να ξαναγυρίσει στον επάνω κόσμο, για να πάρει ξανά την τύχη του κόσμου στα χέρια του.

Ένας άλλος θρύλος λέει ότι με την πάροδο του χρόνο, το Μαντείο του Άμμωνα άρχισε να φθίνει. Για να παραμείνουν όμως οι φρουροί του ιερού του Αλεξάνδρου, ο θεός Άμμωνας, μετέτρεψε τους φρουρούς σε φίδια και σκορπιούς, ώστε να φρουρούν το ιερό από κάθε κακοποιό. Έτσι οι κάτοικοι θεωρούσαν τα φίδια και τους σκορπιούς ιερά και δεν τα θανάτωναν.

Ίσως ο ως αρχιτέκτονας να επιμελήθηκε το χτίσιμο του τάφου, αλλά ο Αλέξανδρος δε θάφτηκε ποτέ εκεί. Υπάρχει το θαυμαστό μνημείο προς τιμή του θεού Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος πήγε στην όαση τον Φεβρουάριο του 331 π.Χ.

Ο Τραϊανός είχε ιδρύσει πολλά ιερά στην Ρώμη, αφιερωμένα στον Αλέξανδρο και είχε θεσπίσει λατρεία προς τιμή του.

Έβλεπε λοιπόν ο Αλέξανδρος να συνδέουν  την ύπαρξή του πολλά πράγματα με την Αίγυπτο και ένιωθε νομικά και ηθικά υποχρεωμένος να ανταποκριθεί στις ανάγκες που είχε ο Αιγυπτιακός λαός μετά την απελευθέρωσή τους από την περσική κατοχή.

Οι Αιγύπτιοι περίμεναν τον Νεκτανεβώ, ο οποίος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς πριν την κατάκτησή τους από τους Πέρσες ως Μεσσία. Σαν ένα βασιλιά που θα επέστρεφε για να διώξει τον ξένο κατακτητή. Αυτός είναι ο λόγος που αποδέχτηκαν τον Αλέξανδρο στη Μέμφιδα σαν γιο του Νεκτανεβώ, τον οποίο θεωρούσαν ως ενσάρκωση του Νεκτανεβώ.

Οι Αθηναίοι ως εκπρόσωποι των Ελλήνων προβαίνουν σε θεοκατάταξη του Αλεξάνδρου στο Ελληνικό Πάνθεο.

Για να πραγματοποιήσει ο Αλέξανδρος αυτό το ιερό και ιστορικό όραμα έπρεπε να  αναγνωρισθεί ως θεός και από τις ελληνικές πόλεις της κυρία Ελλάδος.

Έτσι προέβη στην έκδοση του τότε διατάγματος περί θεοκατατάξεώς του στο Ελληνικό Πάνθεο, το οποίο διάταγμα δεν είχε ψυχολογικά κίνητρα, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, αλλά καθαρά πολιτικά.  (οπ. π. τ.Β’ σ. 307-308).

Ο Αλέξανδρος το 324 π.Χ. έστειλε στα Ολύμπια τον Σταγειρίτη Νικάνορα με έγγραφη εντολή να ανακοινώσει την απόφαση του στους εκπροσώπους των ελληνικών πόλεων, σχετικά με την θεοκατάταξή του στο ελληνικό Πάνθεο. Η αντίδραση τους δεν ήταν και τόσο ευχάριστη για τον Νικάνορα. Κάποιοι μάλιστα το θεώρησαν προσβλητικό. Θεώρησαν προσβλητικό ένα ιστορικό γεγονός που προετοίμαζε  για την Ελλάδα την μεγαλύτερη και μοναδική δόξα και αίγλη παγκοσμίως, χωρίς να θεωρήσουν καθόλου προσβλητικό την μετατροπή ενός ολόκληρου λαού σε νόθα και κακοποιημένα τέκνα των Εβραίων προπατόρων.

Ο ρήτορας Πυθέας μάλιστα κατηγόρησε τον Αλέξανδρο για ασεβή απόφαση. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ο Πυθέας που ήταν και πολιτικός (187 F και 804 Β) λύγισε μπροστά στα δώρα του Αντίπατρου στον Λαμιακό πόλεμο και συμμάχησε μαζί του εναντίον των συμπολιτών του. Αυτή η πραγματική εθνική προδοσία δεν ήταν για τον Πυθέα ασέβεια, αλλά ήταν ασέβεια η θεοποίηση του Αλεξάνδρου.

Οι Σπαρτιάτες απάντησαν λακωνικά. «Εάν θέλει να είναι, ας είναι».

Η εχθρική Μεγαλόπολη όμως δίπλα στη Σπάρτη αποδέχτηκε τη θεοποίηση του και ύψωσε προς τιμήν του θεού Αλεξάνδρου ιερό δίπλα στο ιερό του Άμμωνος.

Στην Αθήνα προκλήθηκε πολιτικός σάλος. Ο Δημάδης έκανε πρόταση αποδοχής, αλλά του αντιτάχθηκε ο Δημοσθένης, ο οποίος χαρακτήρισε την ενέργεια ως ασέβεια όπως και ο Πυθέας.

Τελικά ως πολιτικός πρότεινε να διαπραγματευτούν και μάλιστα να δεχτούν μεν τη θεοποίηση του με αντάλλαγμα όμως την επιστροφή των πολιτικών εξόριστων που ως δημοκρατικοί θα ενίσχυαν τη δική του παράταξη. Μπροστά στο συμφέρον παραμερίζονται όλες οι αξίες και τα ιδανικά. Σκέφτηκε ο Δημοσθένης την πολιτική του προβολή και ενδυνάμωση.

Εντελώς αντίθετοι ήταν ο Αθηναίος ρήτορας και ο Λυκούργος.

Κάποιοι θερμόαιμοι διακήρυξαν ότι δεν αρκεί η άρνηση, αλλά αφού θέλει να υψώσει τον εαυτό του ως τον ουρανό πρέπει να του κηρύξουν τον πόλεμο. Παρεμβαίνοντας ο Δημάδης συμπλήρωσε πολύ σοφά: «Οι Αθηναίοι με το να θελήσουν να περιφρουρήσουν τον ουρανό, θα χάσουν και τη γη».

Τελικά σταμάτησαν οι διαπληκτισμοί και ο Δημοσθένης πρότεινε ψήφισμα που αναγνωρίζει στον Αλέξανδρο το δικαίωμα να είναι συνέστιος στον Όλυμπο του Διός.

Ο Αιλιανός γράφει ότι όλοι οι Έλληνες τον ανακήρυξαν θεό εκτός των Λακεδαιμονίων. Κοντά στους άλλους θεούς ένας ακόμα τόσο δυνατός που θα εμπνεύσει τους καλλιτέχνες, τους τεχνίτες και θα δώσει ευκαιρίες ξεφαντώματος στο λαό, δε μπορεί να είναι κακό. Εξάλλου και ο Λύσανδρος θεοποιήθηκε που δεν ήταν τόσο δυνατός.

Αυτό που δε θέλησαν να συλλάβουν οι δήθεν διανοούμενοι είναι ότι ο Αλέξανδρος για να ενώσει τα έθνη έπρεπε να στήσει ένα πρότυπο δυναστικής εξουσίας κατά το υπόδειγμα των ανατολικών, αλλά με ελληνότροπο χαρακτήρα. (στο π. σελ. 187)

Η πόλη δε θα έχανε τα πολιτικά χαρακτηριστικά της και η αγορά ήταν πάνω από την Αυλή.

Έτσι ο Αλέξανδρος αναγνωρίστηκε από όλους τους Έλληνες ως θεός. Τα διάφορα περίεργα σχόλια των ρητόρων και οι ειρωνικές διατυπώσεις των ψηφισμάτων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν μπορούσαν να είχαν καμία σημασία, εάν ο Αλέξανδρος βρισκόταν εν ζωή. Διότι χωρίς καμία αμφιβολία θα τους επεξηγούσε εμπράκτως την έννοια της αναγνώρισής του ως θεό και θα τους μετέφερε την θεία ιδιότητα στο πεδίο των πολιτικών επιδιώξεων και θα τους διευκρίνιζε τα δικαιώματα και τις δικαιοδοσίες που θα μπορούσαν να  απορρεύσουν  από αυτήν την ιδιότητα του θεού.

Δυστυχώς αυτό το τόσο ιερό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας γίνεται πολλές φορές στόχος γελοιοποίησης. Και αυτό είναι λυπηρό καθότι προδίδει την αγνωσία και την πνευματική φτώχια όλων εκείνων που φθάνουν στο σημείο να ειρωνεύονται ή να γελοιοποιούν τον άνθρωπο που ούτε άνθρωπος, ούτε θεός, μπόρεσε ποτέ μέχρι σήμερα να τον φθάσει.

Η Λιάνα Σουβαλτζή, φιλόλογος και αρχαιολόγος στο βιβλίο της «Ο Τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Όαση Σιούα», γράφει ότι ο Δωρόθεος όταν επέστρεψε από την εξορία του Διοκλητιανού το 303-305μ.Χ. που εργαζόταν ως σκλάβος στα ορυχεία της Όασης Σιούα, αναφέρει ότι οι κάτοικοι ήταν ειδωλολάτρες επειδή λάτρευαν  τον Άμμωνα και τον Αλέξανδρο, ο οποίος κατά τον Δωρόθεο ήταν θαμμένος εκεί.

Ο Προκόπιος από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, γεννήθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ και σπούδασε νομικά και ρητορική στην Σοφιστική Σχολή της Γάζας και αργότερα, επί Ιουστινιανού το 527-656, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε συγγραφέας και μεταξύ άλλων, γύρω από τα έργα του Ιουστινιανού, αναφέρει ότι υπήρχαν ιερά αφιερωμένα στον Άμμωνα και στον Αλέξανδρο.

Οι αρχιτέκτονες του Χριστιανισμού, μη μπορώντας να κατανοήσουν τα μεγαλόπνοα οράματα του, το 326 μ.Χ στη Νίκαια της Μ. Ασίας, αναγόρευσαν ένα Εβραίο Θεό και τον τοποθέτησαν στη θέση του Αλεξάνδρου.

Σήμερα υπάρχουν στο Μουσείο Θεσσαλονίκης  μνεία που αποδεικνύουν ότι ο Αλέξανδρος λατρευόταν ως θεός  3 αιώνες μετά την γέννηση του Χριστού.

Αναφέραμε όλα αυτά για να φθάσουμε στο πλέον σπουδαιότερο ιστορικό δεδομένο που είναι η θεοκατάταξη του Αλεξάνδρου στο Ελληνικό Πάνθεο, η οποία πραγματοποιήθηκε πριν από 2.348 χρόνια και αναβίωσε σήμερα μετά από 2.348 χρόνια σύμφωνα με την υπ’ αρίθμου 422/13.12.2013 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αφού αναγνωρίστηκε και εγκρίθηκε το καταστατικό για την αναβίωση της Ελληνικής Διονυσιακής και Αλεξανδρινής Θρησκείας, με το διακριτικό «Έλληνες-Ολύμπιοι-Αλεξανδρινοί». Υπάρχει λοιπόν σήμερα η Αλεξανδρινή Θρησκεία όπως πριν από 2.348 χρόνια. Εναποθέτουμε τις ελπίδες μας  στην επιστροφή ενός Αλεξάνδρου που θα μπορέσει να ενώσει τα έθνη κάτω από το τότε σκήπτρο του Ελληνισμού, ώστε η ανθρωπότητα να ζει με ασφάλεια και αρμονία.

Η ανθρωπότητα σήμερα χρειάζεται την δυναμική του Αλεξάνδρου μπροστά στον Γόρδιο Δεσμό.

Την δυναμική της λοξής φάλαγγα του Αλεξάνδρου που με αυτή κατατρόπωσε τον υπέρογκο αριθμητικά στρατό του Δαρείου στη αποφασιστική Μάχη των Γαυγαμήλων.

Την σύνεση, αποφασιστικότητα και τόλμη  του Αλεξάνδρου, που θα μπορέσει να  καθαρίσει την οικουμένη από τους κόπρους  της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας όπως ξεκαθάρισε ο πρόγονός του ο Ηρακλής  τους κόπρους του Αυγεία.

Τα ανδρείκελα και οι βδέλλες της πολιτικής και πνευματικής λαίλαπας  δεν ξεκαθαρίζονται χωρίς τον δαυλό του Ηρακλή και το ξίφος του Αλεξάνδρου, που σήμερα ενσαρκώνεται στον πνευματικό και δυναμικό αγώνα των Αλεξανδρινών.

Οι Αλεξανδρινοί οφείλουν να χρησιμοποιήσουν την σύνεση ως ασπίδα, την αποφασιστικότητα ως δόρυ και την τόλμη ως φραστικό κεραυνό κατά των ασυνείδητων υαινών της πολιτικής και πνευματικής απαρτίας. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ο καλύτερος τρόπος να καταλάβει κανείς τον χαρακτήρα κάποιου είναι η εξέταση των ενεργειών και των πράξεων.

Κάποτε πρέπει να κλείσει μια βρώμικη εποχή και να ξεκινήσει μια νέα που θα αλλάξει θετικά τις τύχες των ανθρώπων.