Αφού ο Κύρος υπέταξε τις  Ιωνικές πόλεις, την Μεσοποταμία, τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο,  τον υποδέχτηκε μετά τον θάνατο του ο Καμβύσης ο οποίος πολύ γρήγορα  κατέκτησε  την Αίγυπτο και την Λιβύη.

       Μετά τον Καμβύση ανέλαβε ο Δαρείος ο οποίος  έθεσε ως σκοπό του να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο την Αυτοκρατορία του. Πρώτα κυρίευσε  την χώρα των Σκυθών  φθάνοντας  μέχρι  τη Θράκη  όπου  άρχισε να ονειρεύεται την Ελλάδα και την Ευρώπη.

      Οι Έλληνες της Ιωνίας που ζητούσαν  την αποτίναξη  του ζυγού των Περσών ζήτησαν βοήθεια από την Ελλάδα στέλνοντας  στην Σπάρτη και στην Αθήνα τον  Αρισταγόρα από την Μίλητο.

      Ο Αρισταγόρας  ζήτησε πρώτα βοήθεια από τον Κλεομένη τον βασιλιά  της Σπάρτης ο οποίος  δεν δέχτηκε να  στείλει βοήθεια  και ο  Αρισταγόρας   αποφανθεί στους Αθηναίους.  Οι Αθηναίοι με τους Ερετριείς και τους  πολεμιστές της Εφέσου προχώρησαν προς το εσωτερικό της Ιωνίας. Συγχρόνως επαναστάτησαν όλες οι πόλεις της Ιωνίας.

     Μπροστά στον κίνδυνο οι   Λυδοί ενώθηκαν με τους Πέρσες και απέκρουσαν  την εισβολή  του συνασπισμού των Ελλήνων.

      Οι Πέρσες  ξεχύθηκαν στην Ιωνία  σκοτώνοντας, καίγοντας  και λεηλατώντας από την μια άκρη ως την άλλη. Έκαψαν την Μίλητο εις αντίποινα  της πυρπόλησης  των Σάρδεων  από τους Ίωνες. Όταν ο Δαρείος έμαθε την καταστροφή των Σάρδεων, πέρασε στο τόξο του ένα βέλος, το τίναξε ψηλά και παρακάλεσε τον Δία να τον βοηθήσει να εκδικηθεί τους Αθηναίους. Μάλιστα για να μην ξεχάσει τον όρκο του όρισε ένα υπηρέτη του να του λέει κάθε πρωί:

«Δέσποτα μην ξεχνάς τους Αθηναίους»

        Έτσι ο Δαρείου αποφάσισε να ζητήσει από τις Ελληνικές πόλεις «Γη και ύδωρ» ώστε να ξέρει ποιες είναι μαζί του και ποιες είναι εναντίον του. Όσες πόλεις θα δεχόταν  την συμμαχία  του έπρεπε  να του στείλουν συμβολικά λίγο χώμα και λίγο νερό.

   Οι Αθηναίου αρνήθηκαν  και μάλιστα καταδίκασαν σε θάνατο τον Έλληνα διερμηνέα  των Περσών που έφερε το μήνυμα του Δαρείου στην Αθήνα..

        Το ίδιο έπαθαν και οι κήρυκες  που έφθασαν στην Σπάρτη. Αυτή η πράξη όμως δεν ήταν  σωστή  και αργότερα που οι Σπαρτιάτες έπαθαν πολλά κακά υπέθεσαν, ότι ήταν τιμωρία των Θεών επειδή δεν σεβάστηκαν  τους αγγελιοφόρους που  κατά το νόμο ήταν πρόσωπα ιερά. Οι ατυχίες συνέχισαν στην Σπάρτη και οι Σπαρτιάτες για να  εξιλεωθούν από το βαρύ αμάρτημα  απεφάσισαν  να στείλουν στον Δαρείο δύο νέους Σπαρτιάτες  με δικαίωμα να τους θανατώσει όπως θανάτωσαν αυτοί τους δικούς του  αγγελιοφόρους. Ξεκίνησαν λοιπόν οι δύο νεαροί ο Σπερθίας και ο Βούλης ξεκίνησαν και μετά από μέρες παρουσιάστηκαν στον  βασιλιά των Περσών για να πεθάνουν. Ο Πέρσης θαύμασε το θάρρος τους και τους  άφησε να επιστρέψουν πίσω ζωντανοί.

     Το 492  ο Πέρσης αποφάσισε να επιτεθεί κατά των Ελλήνων αναθέτοντας την επιχείρηση   στον γαμπρό του Μαρδόνιο που είχε παντρευτεί την κόρη του την  Αρτοζώστρα.

      Ο Μαρδόνιος μετά  την κατάληψη  της Θάσου προχώρησε για  την  Θεσσαλία αλλά  όταν έφθασε στη χερσόνησο του Άθω  έπιασε μια  τρομερή τρικυμία και   περίπου  τριακόσια πλοία του καταστράφηκαν και πολλοί στρατιώτες του πνίγηκαν. Ο Μαρδόνιος αποφασίζει να επιστρέψει  αλλά   όταν έφθασε στη Θράκη  επιτέθηκαν μια βραδιά  στο στρατόπεδό του οι Φρύγες και σκότωσαν πολλούς στρατιώτες του.

      Ακολουθεί δεύτερη εκστρατεία  με  αρχηγούς τον  Δάτη και τον Αρταφέρνη.

      Αφού κατέλαβαν  την Ρόδο, την Σάμο και τη Νάξο κατευθύνθηκαν προς την Ερέτρια την οποία πολιόρκησαν, την κατάλαβαν και την μετέτρεψαν σε στάχτη  για να εκδικηθούν  την πυρπόληση των Σάρδεων. Οι Πέρσες  είχαν μαζί τους και τον Έλληνα  Ιππία ο οποίος ήταν γιος του  Πεισίστρατου  τον οποίο οι Αθηναίοι μισούσαν και κατάφεραν να τον σκοτώσουν. Τότε ο γιος του ο Ιππίας έφυγε και τώρα βοηθούσε τους Πέρσες για να  κυριέψουν την Αθήνα, την οποία μισούσε επίσης  πολύ όπως μισούσαν οι Αθηναίοι τον πατέρα του.   Συμβούλεψε λοιπόν τους Πέρσες να  αποβιβάσουν το στρατό τους στην πεδιάδα του Μαραθώνα.

       Η  Αθήνα τότε  είχε δέκα φυλές και  η κάθε φυλή  διέθετε έναν αρχηγό. Οι δέκα αρχηγοί  διοικούσαν την Αθήνα  με την σειρά  ένας κάθε μέρα. ΄Ενας από αυτούς ήταν ο Μιλτιάδης ο γιος του  γενναίου Κίμωνα τον οποίο σκότωσαν ύπουλα οι άνθρωποι του Πεισίστρατου. Και οι δέκα στρατηγοί απεφάσισαν να πολεμήσουν  τους Πέρσες  στον Μαραθώνα. Πριν όμως ξεκινήσουν έστειλαν  τον Φειδιππίδη στην Σπάρτη για  να ζητήσουν βοήθεια από τους Σπαρτιάτες αφού ο κίνδυνος ήταν κοινός.

       Ο Φειδιππίδης επέστρεψε άπρακτος με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να πρέπει μόνοι τους   μόνο  με  δέκα χιλιάδες οπλίτες  να αντιμετωπίσουν  την τεράστια περσική στρατιά.  Οι Αθηναίοι απεφάσισαν να πολεμήσουν για την τιμή τους, για την ελευθερία τους, για τους  ναούς τους, για τα αγάλματα των θεών τους, για τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Στους δέκα χιλιάδες ήρθαν να προστεθούν άλλοι χίλιοι οπλίτες Πλαταιείς  από  μια πόλη της Βοιωτίας τις Πλαταιές.

      Με την βοήθεια του  Καλλίμαχου υπερίσχυσε η γνώμη του Μιλτιάδη μεταξύ των δέκα αρχηγών και έτσι η μάχη θα  διεξαγόταν  στην πεδιάδα του Μαραθώνα.

      Με την στρατηγική  οξυδέρκεια  του Μιλτιάδη και την γενναιότητα  των Αθηναίων και των Πλαταιών  έγινε ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα στην οικουμένη. Οι Έλληνες έτρεψαν σε φυγή τον  πολυάριθμο  περσικό στρατό κερδίζοντας  μια νίκη για όλη την Ελλάδα και για όλη την Ευρώπη ίσως και για όλο τον κόσμο. Ο Μιλτιάδης  εφάρμοσε ένα μεγαλοφυές  σχέδιο της  ατσάλινης λαβίδας  που  δημιουργήθηκε  μέσα σε δύο λεπτά  και έφερε  τους Πέρσες σε  απόγνωση. Με το σχέδιο αυτό ο Μιλτιάδης κατάφερε να μηδενίσει τη μεγάλη αριθμητική  υπεροχή των Περσών.  Ο θεός Πάνας  πανικόβαλε  τους Πέρσες όπως υποσχέθηκε στον Φειδιππίδη και  τράπηκαν σε άτακτη  φυγή με αποτέλεσμα άλλοι να πνίγονται, άλλοι να πέφτουν  στα έλη και άλλοι να θανατώνονται από την ορμή  των Ελλήνων.

         Έξη χιλιάδες πεντακόσιοι (6.500)  Πέρσες βρήκαν τραγικό θάνατο και μόνο  184 Αθηναίοι και Πλαταιείς. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο πολέμαρχος Καλλίμαχος που βοήθησε τον Μιλτιάδη να εφαρμόσει αυτή την άριστη  και νικηφόρο στρατηγική του.

       Αφού ξεπέρασαν και τον κίνδυνο που περίμεναν  σε ένα λόφο στους Κυνόσαργες, έθαψαν τους νεκρούς και ύψωσαν δύο τύμβους έναν για τους Αθηναίους και έναν για τους Πλαταιείς  για να θυμίζουν στις γενιές  των Ελλήνων τη μεγάλη θυσία τους και την  πολύτιμη νίκη τους.

         Ένα μεγάλο μέρος από τα λάφυρα τα προσέφεραν οι Αθηναίοι  στον θεό Απόλλωνα μέσα σε ένα  κτίριο που το ονόμασαν «θησαυρός» και που υπάρχει μέχρι σήμερα. Ένα άλλο μέρος από τα λάφυρα το χρησιμοποίησαν για να κατασκευάσει ο Φειδίας ένα  χάλκινο άγαλμα της  θεάς Αθηνάς  που το τοποθέτησαν στην Ακρόπολη. Εμείς όμως ατιμάσαμε αυτά τα ιερά  των προγόνων μας που  τα αφιέρωσαν   στη μνήμη  του μεγάλου αυτού  γεγονότος.

      Ένας Έλληνας οπλίτης ο Νικίας ή ο Φειδιππίδης ή  κάποιος άλλος έτρεξε από τον Μαραθώνα και έφερε το μήνυμα στους Αθηναίους ότι νίκησαν. Και την ώρα που έβγαλε από το στόμα του το «Νενικήκαμεν» έπεσε κάτω και πέθανε. Οι δρομείς που τρέχουν  Μαραθώνιο θα έπρεπε να είναι στενά δεμένοι μαζί του, να τον τιμούν, να  τον λατρεύουν και να τον έχουν ως πρότυπο του αγώνα. Αυτός πρέπει να είναι ο προστάτης και ο πολιούχος των Μαραθωνοδρόμων και όχι κάποιος Νέστωρας  επειδή με δόλο  θανάτωσε τον Έλληνα πρωταθλητή  Λυαίο  δήθεν με την βοήθεια κάποιου   χαιρέκακου θεού που τον αντιπροσώπευε ο «Αγιος» Δημήτριος, γνωστός ως κατακτητής και διώκτης των Ελλήνων. 

     Δυστυχώς όμως αυτόν  που έγινε  ήρωας  αγωνιζόμενος  μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του  και μόνο για την Ελλάδα, ποτέ δεν τον τιμήσαμε και  ποτέ δεν του καταθέσαμε  ένα λουλουδάκι. Ούτε ο κρατικός μηχανισμός σκέφτηκε ποτέ να διαθέσει μια μέρα ή μερικές ώρες για  αυτούς τους ήρωες που  ξεπέρασαν και ίδιους  τους θεούς. Εμείς οι σημερινοί Ρωμιοί- ή Γκρεκοί   ή Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί  προδώσαμε  τους προγόνους μας  αφού δεχτήκαμε να αποδίδονται  τιμές όχι σε αυτούς που πέθαναν για την Ελλάδα αλλά  για όσους πέθαναν  για το Ισραήλ ή για τον χριστιανισμό και πολλές φορές αυτούς που  πραγματοποίησαν τις  πρωτάκουστες  γενοκτονίες  κατά των Ελλήνων. Δεν εννοούμε τους γείτονες  τους Τούρκους αλλά κάποιους άλλους που  λατρεύουμε  ως «άγιους» και  «μεγάλους».

        Την τιμητική θέση που  ανήκει  στους προγόνους μας την χαρίσαμε  σε αυτούς που εξαπέλυσαν  σφαγές και διωγμούς εναντίον των Ελλήνων και  βεβήλωσαν τα ιερά  της πατρώας μας ρίζας..

         Εάν κάποτε χρειαστεί να λογοδοτήσουμε στους προγόνους μας, θα μας καταδικάσουν ως προδότες  και ιερόσυλους. Το ζούμε ακόμα και σήμερα. Κανένας δεν  ταρακουνιέται όταν κάνουμε μια εκδήλωση  προς τιμή  κάποιου  από τους προγόνους μας, τρέχουν όμως όλοι στα χνάρια του Αποστόλου Παύλου και πασχίζουν να παντρέψουν τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό ή κάποιου άλλου  που συνδέεται με τις εξουσιαστικές κλίκες και   κερδοσκοπικές εκκλησιαστικές εταιρίες. Κάνω μνεία στην συμπεριφορά του Μητροπολίτη Φιλίππων κυρίου Προκόπη  όταν αμέσως μετά τον τερματισμό μας στον αγώνα «στα χνάρια του Αποστόλου Παύλου» μας  υποχρέωσε να ακούσουμε το  επί δύο ώρες χριστιανικό κήρυγμα από  τρεις ιεροκήρυκες που είχε καλέσει  για τον σκοπό αυτό. Και αυτό το  τραγελαφικό γεγονός έλαβε χώρα στην πόλη του Φιλίππου χωρίς να αναφερθεί ούτε μια κουβέντα για τον Φίλιππο ή για κάποιο Μακεδόνα.

Παραθέτω αντίγραφο της επιστολής προς τον Μητροπολίτη κύριο Προκόπη σχετικά με  αυτό το λίαν ασυμβίβαστο  γεγονός που βεβήλωσε  την μνήμη του Φιλίππου και όλων των Μακεδόνων.